Για το νόημα της ζωή

Σε πρωτοείδα μες τα σύννεφα
να απλώνεις τα χέρια σου και να φτάνεις τον ήλιο,
χαρούμενο κι ανέμελο, έπαιζες με τους υδρατμούς της αθωότητας.
Μια μέρα που έβρεξε σε είδα να κυλιέσαι σ' ένα δάσος
κάτω από γέρικα δέντρα,
να ρεμβάζεις τα νερά του Σκάμανδρου και του Σιμόεντα.
Σε ακολούθησα καθώς κατρακυλούσες απ ' το βουνό
σε μια πτώση νομοτελή
και όταν σταμάτησες σ' ένα λιβάδι με κυκλάμινα
να πιεις λίγο νερό, σε παρακολουθούσα.
Άρχισες να τραγουδάς ένα θλιβερό τραγούδι
που δεν είχε τίποτα να πει
κι απομακρύνθηκες με βήμα βαρύ χωρίς να μου μιλάς.

Εκεί σ' έχασα κι απόμεινα ξαπλωμένη στα λουλούδια που ανθίζουν.

Αδιέξοδο

Θα αφεθώ στα μαύρα μάτια σου
και στα γαλάζια φιλιά σου.
Θα παίξω τα δάχτυλά μου
στην ανοιχτή παλάμη σου
και θα αφήσω τον κόσμο να κοιμηθεί
πριν με πας στο κρεβάτι μου.

Θα με ταξιδέψεις σε δάση κωνοφόρα
με αρχαίους Θεούς και ποτάμια.
Για να μου μάθεις τα πάθη μου
που κοιμούνται βυθισμένα σε ήρεμο έλεος.

Και θα ξυπνήσω δίπλα σου από φόβο σε άλλη ζωή
για να ψάξω -αν υπάρχει- αδιέξοδο,
Και να γυρίσω πίσω. Στις λάσπες μου και τα ιερά σκυλιά μου.

Η φύση της αλήθειας

Το φως που μπαίνει απ' το παράθυρο
σκίασε τις ρυτίδες στο σεντόνι μου.
Πώς δεν τις είχα προσέξει στον καθαρό ήλιο του μεσημεριού;
Τότε μου φαίνονταν όλα ίσια.

Σ' αυτή όμως την πόλη τα παράθυρα διώχνουν το φως.
Και τα κυπαρίσσια και τα έλατα
-παιδιά κάποτε ερωτευμένα-
έγιναν από σταυροβελονιά με χάντρες στον τοίχο.
Αποκόπηκα από την πηγή των ζώντων υδάτων.
Και ελπίδα δεν υπάρχει τώρα που με μόλυνε
η λογική τους.

Όμως της πέτρας και του κυκλάμινου
δεν μπορώ να μη θαυμάσω την αλήθεια,
γυμνή στο φως της ημέρας
ξαπλωμένη στην όχθη ποταμού, ανάσκελα
μετράει τ' άστρα και τα ορίζει.

Λογικό αδιέξοδο

Στην αγκαλιά σου αφέθηκα με μανία και πάθος
στροβιλίστηκα σε σκοπό αρμονικό από πέτρα και άνεμο.
ψυχρή λογική. Αδιέξοδη.
Μικρή μου φύση,
ποιός θα με βεβαιώσει
τώρα που δεν έχουν μείνει πια βεβαιότητες,
ούτε σύντροφοι σ' αυτό το ατελείωτο τέλμα;
Στα τυφλά προχωρώ και στην τύχη
σαν παιδί που παίζει στα χέρια του τορπίλη.

Στάχτη Θεών

Στάχτη θεών
-που καήκατε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα-
αεράκι ανήσυχο σε φύσηξε και σκορπίστηκες.
Δεν φαντάστηκα πως θα άφηνες τέτοιο κενό.

Ελπίδα

Μάτια μαύρα, καράβια, σάλπαρες, έφυγες,
σαν να 'σουν ξένος και να μη σε είδα ποτέ.
Χαλασμένο κουρδιστήρι, αλύγιστο κι άχρηστο έμεινα μόνη μου
ν' αναπολώ την εποχή της λήθης και του λίθου
χωρίς να θέλω.
Την ανόητη ελπίδα και τη μάταιη.

Η αδυναμία του ποιητή

"Όποιος είναι ειλικρινής είναι και ποιητής"
Τι αλήθεια μεγάλη ξεστόμισες σοφέ μου!

Δεν μας είπες μόνο τι θα πει ειλικρινής
Ποιος είναι ο εαυτός σου και ο δικός μου
μες τα είδωλα που μας έφτιαξες;
Ποιος άνθρωπος το έψαξε και δεν βρήκε μακρινότερο τέλος;