Της γνώσης το φως

Γαλάζιο φως της πρώτης μου μέρας
γεννημένο από τις πέτρες του τόπου μου
ένα κεφάλι μαρμάρινο αρχαίου θεού
με σγουρά τα μαλλιά στους κροτάφους
και τα βλέμματα από φίλντισι.
Είσαι εσύ που μου κράτησες το χέρι
στο νερό του ποταμού
για να πάμε ανάποδα σ' όλα αυτά
που δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια.
    Με τη φύση καρφωμένη στον ήλιο
    και τα πόδια στο χώμα βαθιά
Εγώ δεν έχω ακούσει λέξη από κανέναν σχετικά
    με τα νερά σου που κυλούν
    και τα πεύκα που ερωτεύονται στις όχθες σου,
    με τη χορδή και την ακτίνα του κύκλου
    τους νόμους των αστεριών και τα αξιώματα.
Εγώ δεν έχω ακούσει λέξη από κανέναν σχετικά
    με τη φωτιά και τον πόλεμο
    που τα πάντα ορίζουν και τα φέρνουν στο φως.
    Γαλάζιο φως της δροσερής αυγής μου.
Θα ισορροπήσω τον εαυτό μου εν κενώ.
Πάνω στα δάχτυλα θα τεντωθώ και θα ψηλώσω
τα χέρια θα απλώσω και θα επεκταθώ
στο τέλος θα κινούμαι σαν γοργόνα στο νερό.

Φ=at

Σαν ακροβάτης ανάποδα στο σκοινί
κοιτώ τον κόσμο από πάνω προς τα κάτω
και αιωρούμαι σαν εκκρεμές.
Όταν επιτέλους συναντηθούμε
-θα αιωρείσαι κι εσύ το δίχως άλλο-
μες την ταλάντωση θα γύρω προς τα 'σένα
κι έτσι χωρίς να το καταλάβεις
θα συγκρουστούμε.

Ωδή στη νύχτα

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι,
κλείνουν τα μάτια μας και αλλάζει ο καιρός.
Απο τη θέση μου θα πρέπει να στέκομαι παθητικά
πως να γίνει, όταν τα πάντα μέσα μου είναι ενεργητικά;
Γλάρε των περίβρεκτων νησιών μου,
είσαι εσύ το ρήμα μου και το υποκείμενο
κι εγώ το αντικείμενο του έρωτα γυμνό.
Εσύ ο πρωταγωνιστής κι ο σκηνοθέτης
κι εγώ ένα αγορεύον σκηνικό.

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι,
θέλω να μου μιλάς σιγανά στ' αυτί
για τα πλατάνια και τις βρύσες της χώρας σου
για τα όνειρά σου τα υγρά που δροσίζουν τον νου,
τα κοχύλια της κοίτης σου με γάλα και μέλι.
Αφημένα στην όχθη του ποταμού
-της ελπίδας μου χοές αλαλάζουσες-
το πουκάμισό σου και το παντελόνι
τα μαλλιά σου που μπλέκονται στα νερά
των ψυχών μας,
μείνει ξύπνιος μαζί μου να κολυμπήσουμε λίγο ακόμη εδώ.

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι.
Όταν κλείσω τα μάτια, θα αρχίσει η μέρα
μια ώρα πιο πριν
και τα πάντα θα γυρίσουν στη θέση τους.
Αυτή τη θέση εγώ την ένιωσα κι εγώ τη δημιούργησα
σε όλο της το πλάτος
κάνοντας όσα ορίζονταν και εκλιπαρώντας όλες τις προσδοκίες
με τη σειρά που μου 'λαχε, τα 'βαλα όλα σε τάξη
ένα φανταχτερό υφαντό ασυνάρτητων υποχρεώσεων
που ξεπερνάει την χωμάτινη πλάση μου.
Ω, φως των κατάμονων δρόμων μου,
μείνε ξύπνιος να φυτέψουμε μαζί στο χώμα αυτό δάφνες.

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι
αλλά να με κοιτάς με τα μάτια ανοιχτά
γιατί εδώ μόνο βρίσκω γαλήνη.
Μια παρένθεση ανοίγει κι είμαι μεσα εγώ
αφανής ηρωίδα σ' ένα γυάλινο πύργο
και κρατάω στα χέρια μου ισορροπούντα ζυγό
όταν γύρω μου χάρτινες κάρτες παιχνιδιού
που παίζεται ερήμην μου
καταρρέουν.
Φαρέτρα των απέλπιδων προσδοκιών μου,
κράτα τα μάτια σου ανοιχτά και δες:
όλα πηγαίνουν στο κενό, ενώνονται καθώς πεθαίνουν
μείνε για λίγο ακόμα μόνο ξύπνιος εδώ.

Όσο δεν κοιμάσαι είναι όλα εκεί
και η ηθική και η αλήθεια που πηγάζουν μέσα απο τη φύση
η λογική και το σώμα μου στη μυρωδιά την πικρή ενωμένα
σε ένα πλαίσιο ανοιχτό, ώσπου να βγει ο ήλιος.