Ανεμομαζώματα

Μια και δεν κατάφερα τις ισορροπίες να κρατήσω
αποφάσισα εδώ και μπρος να αιωρούμαι.
Σαν μπαλόνι στους αιθέρες και σαν σύννεφο,
εν αρχή, λόγος ανεμάρπαστος, θα γίνω.

Μπορεί να αιωρείσαι κι εσύ,
μπορεί να αιωρούμαστε μαζί,
αλλά ίσως και να μείνω μόνη.
Κι αν δεν ξέρω τι να διαλέξω
θα το αφήσω κενό,
απραγές συγκοπτόμενο κάτι που μένει
και απάντηση δεν θα βρει.
Γιατί ούτε εγώ ούτε εκείνη μπορούν να ξέρουν
την ουσία των όντων και των απαντήσεων την ατσάλινη πίστη.

Σαν πνοή θα αιωρούμαι εδώ
προς αναζήτηση άλλων ειδώλων, καινών.


Στους κάθε λογής δασκάλους


Με μάγουλα φουσκωτά και μάτια μεθυσμένα
ανέβηκες στο μπαλκόνι μου να με ξυπνήσεις
με φιλιά και ιάμβους.
Στα χέρια σου κρατούσες μια φωτιά
κι εμένα μου φαινότανε σαν ψέμα.
Με κοίταξες θυμάμαι τρυφερά
και άρχισες να εξιστορείς χαμένες πόλεις
φιλόσοφους, σπουργίτια, γιασεμιά,
πεύκα, και ξεχασμένες ακροπόλεις.

Τώρα θα πίνω μόνο νέκταρ καθαρό
και θα χω μές τα χέρια μου τα αρχαία δάση 
με όλα τους τα ποτάμια,
θα τρέχει γύρω μου το γάργαρο νερό
και τα πάθη μου γυμνά μπροστά μου
θα μου χορεύουν τον χορό της φωτιάς και της μνήμης.

Το άγαλμα

Τα πουλιά σιωπούν και τα κύματα φεύγουν
κι εσύ, που πια δε μ' αγαπάς, ούτε μιλάς, ούτε ακούς.
Σαν να φωνάζω στο κενό, ηχώ από κρύσταλλο κι ατσάλι,
χτυπάει τα χέρια μου και το κεφάλι.
Επειδή όλα έγιναν από πέτρα, ατμό και πόλεμο
κι εγώ είμαι ένα άγαλμα σκυμμένο,
γι’ αυτό δεν υπάρχει πια εδώ γλυκό φιλί
ούτε έλεος, ούτε συγχώρεση για τον χρόνο που φεύγει
ούτε για μένα που στεκόμουν πάντα σιωπηλή.

Σχήμα αδύνατο

Δεν ζήτησα εγώ να μπω
στα πλούσια χωράφια σου
με τους μεστωμένους καρπούς.
Δεν ζήτησα να μ' αγαπάς
ούτε να παίζω στον αττικό σου ήλιο.
Ήθελα μόνο να σε ακολουθώ.
Μ' ένα άσπρο φόρεμα μικρό
στην άκρη της αυλής σου
να μετρώ στα δάχτυλά σου τ' αστέρια
και να 'χω τη μνήμη μου νεκρή.
Σαν σχήμα αδύνατο και παρομοίωση υπερφυσική,
που στο μυαλό μου ήμουν ευτυχής
μα στη ζωή ήσουν θύελλα.