Της γνώσης το φως

Γαλάζιο φως της πρώτης μου μέρας
γεννημένο από τις πέτρες του τόπου μου
ένα κεφάλι μαρμάρινο αρχαίου θεού
με σγουρά τα μαλλιά στους κροτάφους
και τα βλέμματα από φίλντισι.
Είσαι εσύ που μου κράτησες το χέρι
στο νερό του ποταμού
για να πάμε ανάποδα σ' όλα αυτά
που δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια.
    Με τη φύση καρφωμένη στον ήλιο
    και τα πόδια στο χώμα βαθιά
Εγώ δεν έχω ακούσει λέξη από κανέναν σχετικά
    με τα νερά σου που κυλούν
    και τα πεύκα που ερωτεύονται στις όχθες σου,
    με τη χορδή και την ακτίνα του κύκλου
    τους νόμους των αστεριών και τα αξιώματα.
Εγώ δεν έχω ακούσει λέξη από κανέναν σχετικά
    με τη φωτιά και τον πόλεμο
    που τα πάντα ορίζουν και τα φέρνουν στο φως.
    Γαλάζιο φως της δροσερής αυγής μου.
Θα ισορροπήσω τον εαυτό μου εν κενώ.
Πάνω στα δάχτυλα θα τεντωθώ και θα ψηλώσω
τα χέρια θα απλώσω και θα επεκταθώ
στο τέλος θα κινούμαι σαν γοργόνα στο νερό.

Φ=at

Σαν ακροβάτης ανάποδα στο σκοινί
κοιτώ τον κόσμο από πάνω προς τα κάτω
και αιωρούμαι σαν εκκρεμές.
Όταν επιτέλους συναντηθούμε
-θα αιωρείσαι κι εσύ το δίχως άλλο-
μες την ταλάντωση θα γύρω προς τα 'σένα
κι έτσι χωρίς να το καταλάβεις
θα συγκρουστούμε.

Ωδή στη νύχτα

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι,
κλείνουν τα μάτια μας και αλλάζει ο καιρός.
Απο τη θέση μου θα πρέπει να στέκομαι παθητικά
πως να γίνει, όταν τα πάντα μέσα μου είναι ενεργητικά;
Γλάρε των περίβρεκτων νησιών μου,
είσαι εσύ το ρήμα μου και το υποκείμενο
κι εγώ το αντικείμενο του έρωτα γυμνό.
Εσύ ο πρωταγωνιστής κι ο σκηνοθέτης
κι εγώ ένα αγορεύον σκηνικό.

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι,
θέλω να μου μιλάς σιγανά στ' αυτί
για τα πλατάνια και τις βρύσες της χώρας σου
για τα όνειρά σου τα υγρά που δροσίζουν τον νου,
τα κοχύλια της κοίτης σου με γάλα και μέλι.
Αφημένα στην όχθη του ποταμού
-της ελπίδας μου χοές αλαλάζουσες-
το πουκάμισό σου και το παντελόνι
τα μαλλιά σου που μπλέκονται στα νερά
των ψυχών μας,
μείνει ξύπνιος μαζί μου να κολυμπήσουμε λίγο ακόμη εδώ.

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι.
Όταν κλείσω τα μάτια, θα αρχίσει η μέρα
μια ώρα πιο πριν
και τα πάντα θα γυρίσουν στη θέση τους.
Αυτή τη θέση εγώ την ένιωσα κι εγώ τη δημιούργησα
σε όλο της το πλάτος
κάνοντας όσα ορίζονταν και εκλιπαρώντας όλες τις προσδοκίες
με τη σειρά που μου 'λαχε, τα 'βαλα όλα σε τάξη
ένα φανταχτερό υφαντό ασυνάρτητων υποχρεώσεων
που ξεπερνάει την χωμάτινη πλάση μου.
Ω, φως των κατάμονων δρόμων μου,
μείνε ξύπνιος να φυτέψουμε μαζί στο χώμα αυτό δάφνες.

Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να κοιμάσαι
αλλά να με κοιτάς με τα μάτια ανοιχτά
γιατί εδώ μόνο βρίσκω γαλήνη.
Μια παρένθεση ανοίγει κι είμαι μεσα εγώ
αφανής ηρωίδα σ' ένα γυάλινο πύργο
και κρατάω στα χέρια μου ισορροπούντα ζυγό
όταν γύρω μου χάρτινες κάρτες παιχνιδιού
που παίζεται ερήμην μου
καταρρέουν.
Φαρέτρα των απέλπιδων προσδοκιών μου,
κράτα τα μάτια σου ανοιχτά και δες:
όλα πηγαίνουν στο κενό, ενώνονται καθώς πεθαίνουν
μείνε για λίγο ακόμα μόνο ξύπνιος εδώ.

Όσο δεν κοιμάσαι είναι όλα εκεί
και η ηθική και η αλήθεια που πηγάζουν μέσα απο τη φύση
η λογική και το σώμα μου στη μυρωδιά την πικρή ενωμένα
σε ένα πλαίσιο ανοιχτό, ώσπου να βγει ο ήλιος.

Εκχώρηση εξουσίας

Είπα σήμερα να σου γράψω ένα γράμμα.
Ένα κατεβατό καταφάσεων, σε ο,τι μου πεις.
Κατάφαση στο νόημα, στην περίληψη και στην απόδοση
Κατάφαση στον πλαγιότιτλο, αν θες να γίνω τέτοιος,
και στην τελεία.
Στο αύριο, που θα ‘ρθει δίχως άλλο, αν είσαι εδώ.
Κατάφαση στο έρωτα χωρίς διαχειριστές και ισοζύγια. Γίνεται αλλιώς;
Αφού το ακούω στο θρόισμα των φύλλων και στο πέταγμα των πουλιών
και δίπλα στην όχθη στο ποτάμι
σ' ένα αγόρι δεκαπέντε χρονών
που κοιτάζει τ’ αστέρια και προσεύχεται
στον Κύριο και Θεό του.
Μου το λένε όλοι μ’ ένα στόμα, πως η αγάπη δεν παράπεσε.

Ένα κομβόι ηθοποιών
Προσπέρασε αδιαφορώντας
Για ‘μένα, που κοιτούσα εκτεθειμένη του κόσμου την αδυναμία
Απο εσένα που σου παραχώρησα όλη την εξουσία.

το θαύμα

Ας πάψουν τα όργανα και οι ορχήστρες
Όλες τις μουσικές και ας προσέξουν.
Τίποτα δεν είναι όπως πριν
Κι εδώ δεν χωράνε χυδαία σκευάσματα.

Νόμοι βαρύτητας και όλα τα σχετικά
Ας κλίνουν γόνυ με σεβασμό
Γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν απλό κανόνα.
Διασαλεύονται οι κοσμικές δυνάμεις
Που τα πάντα ενώνουν με ασφάλεια.

Γυμνοί, δίχως χαμόγελα και συστάσεις,
Στέκουν αμήχανοι μπροστά στο θαύμα τούτο
Όλοι οι περασμένοι Θεοί.
Κι αν δεν μιλούν
Είναι γιατί το πράγμα δεν επιδέχεται περιφράξεις,
Κυλάει από τον κρόταφο στον λαιμό με ρυθμικές συσπάσεις και σβήνει.

Κι εγώ έχω μείνει βουβή να σε κοιτώ που
είσαι όλος χείλη μισάνοιχτα και βλέφαρα.
Περπατάς με την πλάτη στον ήλιο
απαλλαγμένος από κάθε καιρό
χωρίς θεωρίας επένδυμα, σαν θάλασσα φουσκωμένη,
Όπως η φύση σε έχει ορίσει,
αμήχανο δίπλα μου, με τα μάτια ανοιχτά.

Οι Ομοιοκαταληξίες (όπως λέμε οι τραυματίες)

Η μέγιστη ευημερία απαιτεί τη μέγιστη συναίνεση.
Τώρα που είμαστε όλοι διαφωνούντες
-μεταξύ μας και χωριστά-
δεν υπάρχει συνεννόηση καμία.
Εγώ κοιτώ στων συνδικάτων τη μεριά
εσύ κοιτάς κατά τις παρατάξεις
αυτός πιστεύει στην ειρήνη επί γης και στις αιώνιες συντάξεις.
Εμείς διαδηλώνουμε μαζί
εσείς μιλάτε για εκστρατεία
αυτοί γράφουνε ρυθμικά για τη ΔΕΗ και για την Εφορία.
Η αντίδραση μια γενιάς γίνεται ανάγκη
για μια μεγάλη αφήγηση δική της εντελώς.
Και σαν αυτό να είναι δικαίωση επαρκής
για να συνεχίσουμε να αδιαφορούμε,
Φοράμε τις χλαμύδες μας και δημηγορούμε.
Μα -θέλεις από ζήλο διακαή,
θες από υπερβάλλουσα ευσυνειδησία-
στον κύκλο του τροχού παρασυρμένοι
πάμε και φέρνουμε τον ίδιο τραυματία. 

Πνιγμένη λογική

Σε κοιτώ απ’ τον πάτο παλιού πηγαδιού
να χαζεύεις τα δέντρα που γέρνουν.
Αν είσαι ακόμη εκεί
ρίξε μου κατά ‘δω ένα λουλούδι.
Ή μάλλον, το φτερό ενός πουλιού,
να κυλάει απαλά σε ελεύθερη πτώση.

Στη νομοτέλεια της φύσης θα πάρω αναπνοή
κι αφού όλα τα λογικά έχουν πνιγεί,
θα μένω εδώ κάτω στο νερό
να σε κοιτάζω από μέσα προς τα έξω
γιατί είσαι ακόμη πιο ωραίος από ‘δω.

Ίσως μια μέρα απ’ αυτές
να έρθει εκεί έξω ένας Φειδίας
και να σου φτιάξει άγαλμα λαμπρό
από ανοξείδωτο ατσάλι.
Κι έτσι που δε θα φοβάσαι πια τις διαβρώσεις,
ελεύθερος και από τους νόμους της χημείας,
μπορεί να πέσεις στο νερό και να με σώσεις.

Αντικατοπτρισμοί

Στ’ ακρωτήρι της φύσης έχω χτίσει σπηλιά
για να κάθομαι εκεί το πρωί
και να βλέπω τα γρανάζια του κόσμου γυμνά
να γυρνούν ρυθμικά κουρδισμένα.
Σαν δείκτης που γυρίζει θα επιστρέψω νοερά
στα χρόνια του φυσικού ανθρώπου,
-Ίσως να υπήρξα κάποτε τέτοιος κι εγώ-
και θα σκεφτώ, πόσο από τον εαυτό μου ζει
στο σημερινό απείκασμά μου.
Πίσω από τον καθρέφτη που κοιτώ, υπάρχει βεβαιότατα ένα άλλο εγώ.
Και αυτό που κρατάς στα χέρια σου και γιορτάζεις με πάθος;
Και αυτό ακόμα ίσως δεν είναι αληθινό.
Κάποιο από τα είδωλά μου θα πρέπει να είναι το πιο πειστικό.
Κάποιο απ' όλα θα ξέρει
ποιό να διαλέξω, πως να πορευτώ.

Περί άλλων ηπείρων

Στα πλακάκια της αυλής κείτεται νεκρή μια σταγόνα και εξατμίζεται αργά.
Προορισμός της να γίνει σύννεφο βαρύ, με αστραπόβροντα και χιόνι
και να πέσει ποτιστικά στο γυμνό μου κεφάλι.
Λέω να κάτσω λοιπόν εδώ και να περιμένω τη βροχή.
Αφού κάτω από τον ουρανό δεν έχω τίποτα να διεκδικήσω άλλο,
γιατί τα είχα όλα.
Μάταια θα πρέπει υποθέτω να ευχαριστώ την τύχη
Που στην υπερπολύτιμη ζωή μου, κινήθηκα βαρετή σε ηλιόλουστα σοκάκια
Όσο γύρω μου εξατμίζονταν έγχρωμες σταγόνες καλοκαιρινής βροχής
Χωρίς αξία.
Όσο θα περιμένω καθισμένη εδώ
Κανείς δεν θα υποψιαστεί του κόσμου την κακία.
Πριν από τον υπέρλαμπρο δυτικό μου πολιτισμό
-εν αρχή- ο Θεός εποίησε την αδικία.

Για ‘σένα:
Κοίταξα τα μάτια σου και δεν βρήκα τίποτα εκεί από τον άνθρωπο που ήξερα.
Μέσα από την άνεση της σιγουριάς μου για την επόμενη μέρα
τα τζάμια των γυαλιών μου έχουν γίνει θαμπά
και με δυσκολία μπορώ να σε διακρίνω.
Τα μικρά σου πόδια μες το χώμα
αύριο θα είναι σκόνη
ή ίσως σήμερα,
τώρα.

Παρά φύσιν

Ποιο είναι το σχήμα των χειλιών σου
και ποιο το χρώμα των ματιών σου
όταν δεν κοιτώ;
Όταν δεν είσαι στο μυαλό μου
θα πρέπει να είσαι αλλιώς.
Έτσι που ανοίγουν τα χέρια σου και γέρνεις το κεφάλι γλυκά,
-το βλέπω μόνο εγώ το θαύμα τούτο;-
Με ανθούς στα μαλλιά και χαμόγελα στα χέρια
-σε βλέπω μόνον εγώ;-
Αν κλείσω τα μάτια κι αφεθώ
θα είσαι το πιο αληθινό μου είδωλο.
Πίσω από την κλειστή κουρτίνα του θεάτρου
θα μείνω, με το στόμα ανοιχτό,
κι έξω ας μαίνεται ο κόσμος και η φύση
σαν παρα φύσιν εγώ θα σ’ αγαπώ.

Ανεμομαζώματα

Μια και δεν κατάφερα τις ισορροπίες να κρατήσω
αποφάσισα εδώ και μπρος να αιωρούμαι.
Σαν μπαλόνι στους αιθέρες και σαν σύννεφο,
εν αρχή, λόγος ανεμάρπαστος, θα γίνω.

Μπορεί να αιωρείσαι κι εσύ,
μπορεί να αιωρούμαστε μαζί,
αλλά ίσως και να μείνω μόνη.
Κι αν δεν ξέρω τι να διαλέξω
θα το αφήσω κενό,
απραγές συγκοπτόμενο κάτι που μένει
και απάντηση δεν θα βρει.
Γιατί ούτε εγώ ούτε εκείνη μπορούν να ξέρουν
την ουσία των όντων και των απαντήσεων την ατσάλινη πίστη.

Σαν πνοή θα αιωρούμαι εδώ
προς αναζήτηση άλλων ειδώλων, καινών.


Στους κάθε λογής δασκάλους


Με μάγουλα φουσκωτά και μάτια μεθυσμένα
ανέβηκες στο μπαλκόνι μου να με ξυπνήσεις
με φιλιά και ιάμβους.
Στα χέρια σου κρατούσες μια φωτιά
κι εμένα μου φαινότανε σαν ψέμα.
Με κοίταξες θυμάμαι τρυφερά
και άρχισες να εξιστορείς χαμένες πόλεις
φιλόσοφους, σπουργίτια, γιασεμιά,
πεύκα, και ξεχασμένες ακροπόλεις.

Τώρα θα πίνω μόνο νέκταρ καθαρό
και θα χω μές τα χέρια μου τα αρχαία δάση 
με όλα τους τα ποτάμια,
θα τρέχει γύρω μου το γάργαρο νερό
και τα πάθη μου γυμνά μπροστά μου
θα μου χορεύουν τον χορό της φωτιάς και της μνήμης.

Το άγαλμα

Τα πουλιά σιωπούν και τα κύματα φεύγουν
κι εσύ, που πια δε μ' αγαπάς, ούτε μιλάς, ούτε ακούς.
Σαν να φωνάζω στο κενό, ηχώ από κρύσταλλο κι ατσάλι,
χτυπάει τα χέρια μου και το κεφάλι.
Επειδή όλα έγιναν από πέτρα, ατμό και πόλεμο
κι εγώ είμαι ένα άγαλμα σκυμμένο,
γι’ αυτό δεν υπάρχει πια εδώ γλυκό φιλί
ούτε έλεος, ούτε συγχώρεση για τον χρόνο που φεύγει
ούτε για μένα που στεκόμουν πάντα σιωπηλή.

Σχήμα αδύνατο

Δεν ζήτησα εγώ να μπω
στα πλούσια χωράφια σου
με τους μεστωμένους καρπούς.
Δεν ζήτησα να μ' αγαπάς
ούτε να παίζω στον αττικό σου ήλιο.
Ήθελα μόνο να σε ακολουθώ.
Μ' ένα άσπρο φόρεμα μικρό
στην άκρη της αυλής σου
να μετρώ στα δάχτυλά σου τ' αστέρια
και να 'χω τη μνήμη μου νεκρή.
Σαν σχήμα αδύνατο και παρομοίωση υπερφυσική,
που στο μυαλό μου ήμουν ευτυχής
μα στη ζωή ήσουν θύελλα.


Χριστιανική ηθική

Μισώ
τα φωτεινά λαμπάκια τους
και τις σκοτεινές καρδιές τους
την καθώς πρέπει εμφάνισή τους
και την αδίστακτη ηθική τους.
Σαν σαπουνόφουσκες που σπάζουν με φόρα
διαλύονται μπροστά μου.
Τα μετρημένα λόγια τους και τα σεμνά τους βλέμματα
πλατσουρίζουν στις λάσπες μιας ανοιξιάτικης μπόρας
μέχρι να τα παρασύρει το ρεύμα
για πάντα στον υπόνομο.


Η ενοχή

Ξαπλωμένη μπροστά μου με τα χέρια ανοιχτά
τα μαλλιά της τα παίρνει ο αέρας
χαμογελάει αινιγματικά προς το μέρος μου
που την κοιτάζω παθητικά.
Αδύνατον να την ξεφορτωθώ.

Είναι η άγνοια που τη φέρνει τώρα εμπρός μου
ή η γνώση;
ή μήπως δεν υπάρχει αιτία και σκοπός;
Ίσως τα πάντα κυλούν ακανόνιστα
κι εμένα μου 'λαχε αυτή, εδώ μπροστά μου,
να με κοιτά επίμονα
και να μου θυμίζει την ενοχή μου.

Ίσως πάλι και να τη βάζω εγώ εδώ 
ώστε όλα να αποκτούν αιτία και σκοπό
και η ενοχή, που λέω ότι με σκοτώνει,
μπορεί ίσως να με τρέφει.

Θα την κοιτώ, για λίγο ακόμα, παθητικά,
όσο ο χρόνος με την ταχύτητα φωτός
θα οδηγεί τους γαλαξίες στο κενό.
Για λίγο μόνο, θα ανεχθώ τον εαυτό μου.

Αρνητικά Φορτία

Εγώ κοιμόμουν κι εσύ παρήγγελνες
τις κοινωνικές αλυσίδες
που βαραίνουν τις πλάτες μου.
Και όταν ξύπνησα,
ένα πουλάκι τραγουδούσε δίπλα στο μαξιλάρι μου
για έναν έρωτα τρελό κι εκφυλισμένο.
Tο ήξερα πως πρέπει να αποτάσσομαι
τον εχθρό χωρίς πολλά πολλά
και με όλη μου τη δύναμη το πάτησα
και έσκασε.
Ξύπνησα κωφή στο νησί των σειρήνων.

Τόσος κόσμος που πηγαίνει;

Φαντάσου τη στην άκρη του δρόμου να περιμένει για να περάσει απέναντι: μακριά ντελικάτα πόδια, φίνα γοβάκια, αδύνατα δάχτυλα σε στάση προσοχής. Μαύρα μαλλιά στους ώμους και μάτια μαύρα, κοιτάζουν μπροστά το φανάρι. Ξαφνικά από δεξιά εμφανίζονται μερικοί περαστικοί με βήμα βιαστικό. Έπειτα κι άλλοι, κι άλλοι...
παιδιά πάνω στα πατίνια τους, κι άλλα με μια ρόδα στο χέρι,
γέροι φορτωμένοι πάνω στις μαγκούρες τους,
γυναίκες με παιδιά στην κοιλιά,
κοπέλες με φωνή αηδονιού,
χορευτές με λυγερά κορμιά,
όλοι περνούν από μπροστά της... ένα χαρούμενο τσούρμο που φαίνεται σίγουρο.
Αυτή έβγαλε τα παπούτσια της στο πεζοδρόμιο και τους ακολούθησε με ελαφρύ τριποδισμό χωρίς να το σκεφτεί.
Ούτως ή άλλως δεν είχε προορισμό.

Το φανάρι άναψε πράσινο και μετά κόκκινο ξανά, υπακούοντας μάταια σε μια άχρηστη κανονικότητα.


Για το νόημα της ζωή

Σε πρωτοείδα μες τα σύννεφα
να απλώνεις τα χέρια σου και να φτάνεις τον ήλιο,
χαρούμενο κι ανέμελο, έπαιζες με τους υδρατμούς της αθωότητας.
Μια μέρα που έβρεξε σε είδα να κυλιέσαι σ' ένα δάσος
κάτω από γέρικα δέντρα,
να ρεμβάζεις τα νερά του Σκάμανδρου και του Σιμόεντα.
Σε ακολούθησα καθώς κατρακυλούσες απ ' το βουνό
σε μια πτώση νομοτελή
και όταν σταμάτησες σ' ένα λιβάδι με κυκλάμινα
να πιεις λίγο νερό, σε παρακολουθούσα.
Άρχισες να τραγουδάς ένα θλιβερό τραγούδι
που δεν είχε τίποτα να πει
κι απομακρύνθηκες με βήμα βαρύ χωρίς να μου μιλάς.

Εκεί σ' έχασα κι απόμεινα ξαπλωμένη στα λουλούδια που ανθίζουν.

Αδιέξοδο

Θα αφεθώ στα μαύρα μάτια σου
και στα γαλάζια φιλιά σου.
Θα παίξω τα δάχτυλά μου
στην ανοιχτή παλάμη σου
και θα αφήσω τον κόσμο να κοιμηθεί
πριν με πας στο κρεβάτι μου.

Θα με ταξιδέψεις σε δάση κωνοφόρα
με αρχαίους Θεούς και ποτάμια.
Για να μου μάθεις τα πάθη μου
που κοιμούνται βυθισμένα σε ήρεμο έλεος.

Και θα ξυπνήσω δίπλα σου από φόβο σε άλλη ζωή
για να ψάξω -αν υπάρχει- αδιέξοδο,
Και να γυρίσω πίσω. Στις λάσπες μου και τα ιερά σκυλιά μου.

Η φύση της αλήθειας

Το φως που μπαίνει απ' το παράθυρο
σκίασε τις ρυτίδες στο σεντόνι μου.
Πώς δεν τις είχα προσέξει στον καθαρό ήλιο του μεσημεριού;
Τότε μου φαίνονταν όλα ίσια.

Σ' αυτή όμως την πόλη τα παράθυρα διώχνουν το φως.
Και τα κυπαρίσσια και τα έλατα
-παιδιά κάποτε ερωτευμένα-
έγιναν από σταυροβελονιά με χάντρες στον τοίχο.
Αποκόπηκα από την πηγή των ζώντων υδάτων.
Και ελπίδα δεν υπάρχει τώρα που με μόλυνε
η λογική τους.

Όμως της πέτρας και του κυκλάμινου
δεν μπορώ να μη θαυμάσω την αλήθεια,
γυμνή στο φως της ημέρας
ξαπλωμένη στην όχθη ποταμού, ανάσκελα
μετράει τ' άστρα και τα ορίζει.

Λογικό αδιέξοδο

Στην αγκαλιά σου αφέθηκα με μανία και πάθος
στροβιλίστηκα σε σκοπό αρμονικό από πέτρα και άνεμο.
ψυχρή λογική. Αδιέξοδη.
Μικρή μου φύση,
ποιός θα με βεβαιώσει
τώρα που δεν έχουν μείνει πια βεβαιότητες,
ούτε σύντροφοι σ' αυτό το ατελείωτο τέλμα;
Στα τυφλά προχωρώ και στην τύχη
σαν παιδί που παίζει στα χέρια του τορπίλη.

Στάχτη Θεών

Στάχτη θεών
-που καήκατε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα-
αεράκι ανήσυχο σε φύσηξε και σκορπίστηκες.
Δεν φαντάστηκα πως θα άφηνες τέτοιο κενό.

Ελπίδα

Μάτια μαύρα, καράβια, σάλπαρες, έφυγες,
σαν να 'σουν ξένος και να μη σε είδα ποτέ.
Χαλασμένο κουρδιστήρι, αλύγιστο κι άχρηστο έμεινα μόνη μου
ν' αναπολώ την εποχή της λήθης και του λίθου
χωρίς να θέλω.
Την ανόητη ελπίδα και τη μάταιη.

Η αδυναμία του ποιητή

"Όποιος είναι ειλικρινής είναι και ποιητής"
Τι αλήθεια μεγάλη ξεστόμισες σοφέ μου!

Δεν μας είπες μόνο τι θα πει ειλικρινής
Ποιος είναι ο εαυτός σου και ο δικός μου
μες τα είδωλα που μας έφτιαξες;
Ποιος άνθρωπος το έψαξε και δεν βρήκε μακρινότερο τέλος;