Τόσος κόσμος που πηγαίνει;

Φαντάσου τη στην άκρη του δρόμου να περιμένει για να περάσει απέναντι: μακριά ντελικάτα πόδια, φίνα γοβάκια, αδύνατα δάχτυλα σε στάση προσοχής. Μαύρα μαλλιά στους ώμους και μάτια μαύρα, κοιτάζουν μπροστά το φανάρι. Ξαφνικά από δεξιά εμφανίζονται μερικοί περαστικοί με βήμα βιαστικό. Έπειτα κι άλλοι, κι άλλοι...
παιδιά πάνω στα πατίνια τους, κι άλλα με μια ρόδα στο χέρι,
γέροι φορτωμένοι πάνω στις μαγκούρες τους,
γυναίκες με παιδιά στην κοιλιά,
κοπέλες με φωνή αηδονιού,
χορευτές με λυγερά κορμιά,
όλοι περνούν από μπροστά της... ένα χαρούμενο τσούρμο που φαίνεται σίγουρο.
Αυτή έβγαλε τα παπούτσια της στο πεζοδρόμιο και τους ακολούθησε με ελαφρύ τριποδισμό χωρίς να το σκεφτεί.
Ούτως ή άλλως δεν είχε προορισμό.

Το φανάρι άναψε πράσινο και μετά κόκκινο ξανά, υπακούοντας μάταια σε μια άχρηστη κανονικότητα.