Η ενοχή

Ξαπλωμένη μπροστά μου με τα χέρια ανοιχτά
τα μαλλιά της τα παίρνει ο αέρας
χαμογελάει αινιγματικά προς το μέρος μου
που την κοιτάζω παθητικά.
Αδύνατον να την ξεφορτωθώ.

Είναι η άγνοια που τη φέρνει τώρα εμπρός μου
ή η γνώση;
ή μήπως δεν υπάρχει αιτία και σκοπός;
Ίσως τα πάντα κυλούν ακανόνιστα
κι εμένα μου 'λαχε αυτή, εδώ μπροστά μου,
να με κοιτά επίμονα
και να μου θυμίζει την ενοχή μου.

Ίσως πάλι και να τη βάζω εγώ εδώ 
ώστε όλα να αποκτούν αιτία και σκοπό
και η ενοχή, που λέω ότι με σκοτώνει,
μπορεί ίσως να με τρέφει.

Θα την κοιτώ, για λίγο ακόμα, παθητικά,
όσο ο χρόνος με την ταχύτητα φωτός
θα οδηγεί τους γαλαξίες στο κενό.
Για λίγο μόνο, θα ανεχθώ τον εαυτό μου.

Αρνητικά Φορτία

Εγώ κοιμόμουν κι εσύ παρήγγελνες
τις κοινωνικές αλυσίδες
που βαραίνουν τις πλάτες μου.
Και όταν ξύπνησα,
ένα πουλάκι τραγουδούσε δίπλα στο μαξιλάρι μου
για έναν έρωτα τρελό κι εκφυλισμένο.
Tο ήξερα πως πρέπει να αποτάσσομαι
τον εχθρό χωρίς πολλά πολλά
και με όλη μου τη δύναμη το πάτησα
και έσκασε.
Ξύπνησα κωφή στο νησί των σειρήνων.

Τόσος κόσμος που πηγαίνει;

Φαντάσου τη στην άκρη του δρόμου να περιμένει για να περάσει απέναντι: μακριά ντελικάτα πόδια, φίνα γοβάκια, αδύνατα δάχτυλα σε στάση προσοχής. Μαύρα μαλλιά στους ώμους και μάτια μαύρα, κοιτάζουν μπροστά το φανάρι. Ξαφνικά από δεξιά εμφανίζονται μερικοί περαστικοί με βήμα βιαστικό. Έπειτα κι άλλοι, κι άλλοι...
παιδιά πάνω στα πατίνια τους, κι άλλα με μια ρόδα στο χέρι,
γέροι φορτωμένοι πάνω στις μαγκούρες τους,
γυναίκες με παιδιά στην κοιλιά,
κοπέλες με φωνή αηδονιού,
χορευτές με λυγερά κορμιά,
όλοι περνούν από μπροστά της... ένα χαρούμενο τσούρμο που φαίνεται σίγουρο.
Αυτή έβγαλε τα παπούτσια της στο πεζοδρόμιο και τους ακολούθησε με ελαφρύ τριποδισμό χωρίς να το σκεφτεί.
Ούτως ή άλλως δεν είχε προορισμό.

Το φανάρι άναψε πράσινο και μετά κόκκινο ξανά, υπακούοντας μάταια σε μια άχρηστη κανονικότητα.


Για το νόημα της ζωή

Σε πρωτοείδα μες τα σύννεφα
να απλώνεις τα χέρια σου και να φτάνεις τον ήλιο,
χαρούμενο κι ανέμελο, έπαιζες με τους υδρατμούς της αθωότητας.
Μια μέρα που έβρεξε σε είδα να κυλιέσαι σ' ένα δάσος
κάτω από γέρικα δέντρα,
να ρεμβάζεις τα νερά του Σκάμανδρου και του Σιμόεντα.
Σε ακολούθησα καθώς κατρακυλούσες απ ' το βουνό
σε μια πτώση νομοτελή
και όταν σταμάτησες σ' ένα λιβάδι με κυκλάμινα
να πιεις λίγο νερό, σε παρακολουθούσα.
Άρχισες να τραγουδάς ένα θλιβερό τραγούδι
που δεν είχε τίποτα να πει
κι απομακρύνθηκες με βήμα βαρύ χωρίς να μου μιλάς.

Εκεί σ' έχασα κι απόμεινα ξαπλωμένη στα λουλούδια που ανθίζουν.

Αδιέξοδο

Θα αφεθώ στα μαύρα μάτια σου
και στα γαλάζια φιλιά σου.
Θα παίξω τα δάχτυλά μου
στην ανοιχτή παλάμη σου
και θα αφήσω τον κόσμο να κοιμηθεί
πριν με πας στο κρεβάτι μου.

Θα με ταξιδέψεις σε δάση κωνοφόρα
με αρχαίους Θεούς και ποτάμια.
Για να μου μάθεις τα πάθη μου
που κοιμούνται βυθισμένα σε ήρεμο έλεος.

Και θα ξυπνήσω δίπλα σου από φόβο σε άλλη ζωή
για να ψάξω -αν υπάρχει- αδιέξοδο,
Και να γυρίσω πίσω. Στις λάσπες μου και τα ιερά σκυλιά μου.

Η φύση της αλήθειας

Το φως που μπαίνει απ' το παράθυρο
σκίασε τις ρυτίδες στο σεντόνι μου.
Πώς δεν τις είχα προσέξει στον καθαρό ήλιο του μεσημεριού;
Τότε μου φαίνονταν όλα ίσια.

Σ' αυτή όμως την πόλη τα παράθυρα διώχνουν το φως.
Και τα κυπαρίσσια και τα έλατα
-παιδιά κάποτε ερωτευμένα-
έγιναν από σταυροβελονιά με χάντρες στον τοίχο.
Αποκόπηκα από την πηγή των ζώντων υδάτων.
Και ελπίδα δεν υπάρχει τώρα που με μόλυνε
η λογική τους.

Όμως της πέτρας και του κυκλάμινου
δεν μπορώ να μη θαυμάσω την αλήθεια,
γυμνή στο φως της ημέρας
ξαπλωμένη στην όχθη ποταμού, ανάσκελα
μετράει τ' άστρα και τα ορίζει.

Λογικό αδιέξοδο

Στην αγκαλιά σου αφέθηκα με μανία και πάθος
στροβιλίστηκα σε σκοπό αρμονικό από πέτρα και άνεμο.
ψυχρή λογική. Αδιέξοδη.
Μικρή μου φύση,
ποιός θα με βεβαιώσει
τώρα που δεν έχουν μείνει πια βεβαιότητες,
ούτε σύντροφοι σ' αυτό το ατελείωτο τέλμα;
Στα τυφλά προχωρώ και στην τύχη
σαν παιδί που παίζει στα χέρια του τορπίλη.

Στάχτη Θεών

Στάχτη θεών
-που καήκατε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα-
αεράκι ανήσυχο σε φύσηξε και σκορπίστηκες.
Δεν φαντάστηκα πως θα άφηνες τέτοιο κενό.

Ελπίδα

Μάτια μαύρα, καράβια, σάλπαρες, έφυγες,
σαν να 'σουν ξένος και να μη σε είδα ποτέ.
Χαλασμένο κουρδιστήρι, αλύγιστο κι άχρηστο έμεινα μόνη μου
ν' αναπολώ την εποχή της λήθης και του λίθου
χωρίς να θέλω.
Την ανόητη ελπίδα και τη μάταιη.

Η αδυναμία του ποιητή

"Όποιος είναι ειλικρινής είναι και ποιητής"
Τι αλήθεια μεγάλη ξεστόμισες σοφέ μου!

Δεν μας είπες μόνο τι θα πει ειλικρινής
Ποιος είναι ο εαυτός σου και ο δικός μου
μες τα είδωλα που μας έφτιαξες;
Ποιος άνθρωπος το έψαξε και δεν βρήκε μακρινότερο τέλος;