Εκχώρηση εξουσίας

Είπα σήμερα να σου γράψω ένα γράμμα.
Ένα κατεβατό καταφάσεων, σε ο,τι μου πεις.
Κατάφαση στο νόημα, στην περίληψη και στην απόδοση
Κατάφαση στον πλαγιότιτλο, αν θες να γίνω τέτοιος,
και στην τελεία.
Στο αύριο, που θα ‘ρθει δίχως άλλο, αν είσαι εδώ.
Κατάφαση στο έρωτα χωρίς διαχειριστές και ισοζύγια. Γίνεται αλλιώς;
Αφού το ακούω στο θρόισμα των φύλλων και στο πέταγμα των πουλιών
και δίπλα στην όχθη στο ποτάμι
σ' ένα αγόρι δεκαπέντε χρονών
που κοιτάζει τ’ αστέρια και προσεύχεται
στον Κύριο και Θεό του.
Μου το λένε όλοι μ’ ένα στόμα, πως η αγάπη δεν παράπεσε.

Ένα κομβόι ηθοποιών
Προσπέρασε αδιαφορώντας
Για ‘μένα, που κοιτούσα εκτεθειμένη του κόσμου την αδυναμία
Απο εσένα που σου παραχώρησα όλη την εξουσία.

το θαύμα

Ας πάψουν τα όργανα και οι ορχήστρες
Όλες τις μουσικές και ας προσέξουν.
Τίποτα δεν είναι όπως πριν
Κι εδώ δεν χωράνε χυδαία σκευάσματα.

Νόμοι βαρύτητας και όλα τα σχετικά
Ας κλίνουν γόνυ με σεβασμό
Γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν απλό κανόνα.
Διασαλεύονται οι κοσμικές δυνάμεις
Που τα πάντα ενώνουν με ασφάλεια.

Γυμνοί, δίχως χαμόγελα και συστάσεις,
Στέκουν αμήχανοι μπροστά στο θαύμα τούτο
Όλοι οι περασμένοι Θεοί.
Κι αν δεν μιλούν
Είναι γιατί το πράγμα δεν επιδέχεται περιφράξεις,
Κυλάει από τον κρόταφο στον λαιμό με ρυθμικές συσπάσεις και σβήνει.

Κι εγώ έχω μείνει βουβή να σε κοιτώ που
είσαι όλος χείλη μισάνοιχτα και βλέφαρα.
Περπατάς με την πλάτη στον ήλιο
απαλλαγμένος από κάθε καιρό
χωρίς θεωρίας επένδυμα, σαν θάλασσα φουσκωμένη,
Όπως η φύση σε έχει ορίσει,
αμήχανο δίπλα μου, με τα μάτια ανοιχτά.

Οι Ομοιοκαταληξίες (όπως λέμε οι τραυματίες)

Η μέγιστη ευημερία απαιτεί τη μέγιστη συναίνεση.
Τώρα που είμαστε όλοι διαφωνούντες
-μεταξύ μας και χωριστά-
δεν υπάρχει συνεννόηση καμία.
Εγώ κοιτώ στων συνδικάτων τη μεριά
εσύ κοιτάς κατά τις παρατάξεις
αυτός πιστεύει στην ειρήνη επί γης και στις αιώνιες συντάξεις.
Εμείς διαδηλώνουμε μαζί
εσείς μιλάτε για εκστρατεία
αυτοί γράφουνε ρυθμικά για τη ΔΕΗ και για την Εφορία.
Η αντίδραση μια γενιάς γίνεται ανάγκη
για μια μεγάλη αφήγηση δική της εντελώς.
Και σαν αυτό να είναι δικαίωση επαρκής
για να συνεχίσουμε να αδιαφορούμε,
Φοράμε τις χλαμύδες μας και δημηγορούμε.
Μα -θέλεις από ζήλο διακαή,
θες από υπερβάλλουσα ευσυνειδησία-
στον κύκλο του τροχού παρασυρμένοι
πάμε και φέρνουμε τον ίδιο τραυματία. 

Πνιγμένη λογική

Σε κοιτώ απ’ τον πάτο παλιού πηγαδιού
να χαζεύεις τα δέντρα που γέρνουν.
Αν είσαι ακόμη εκεί
ρίξε μου κατά ‘δω ένα λουλούδι.
Ή μάλλον, το φτερό ενός πουλιού,
να κυλάει απαλά σε ελεύθερη πτώση.

Στη νομοτέλεια της φύσης θα πάρω αναπνοή
κι αφού όλα τα λογικά έχουν πνιγεί,
θα μένω εδώ κάτω στο νερό
να σε κοιτάζω από μέσα προς τα έξω
γιατί είσαι ακόμη πιο ωραίος από ‘δω.

Ίσως μια μέρα απ’ αυτές
να έρθει εκεί έξω ένας Φειδίας
και να σου φτιάξει άγαλμα λαμπρό
από ανοξείδωτο ατσάλι.
Κι έτσι που δε θα φοβάσαι πια τις διαβρώσεις,
ελεύθερος και από τους νόμους της χημείας,
μπορεί να πέσεις στο νερό και να με σώσεις.

Αντικατοπτρισμοί

Στ’ ακρωτήρι της φύσης έχω χτίσει σπηλιά
για να κάθομαι εκεί το πρωί
και να βλέπω τα γρανάζια του κόσμου γυμνά
να γυρνούν ρυθμικά κουρδισμένα.
Σαν δείκτης που γυρίζει θα επιστρέψω νοερά
στα χρόνια του φυσικού ανθρώπου,
-Ίσως να υπήρξα κάποτε τέτοιος κι εγώ-
και θα σκεφτώ, πόσο από τον εαυτό μου ζει
στο σημερινό απείκασμά μου.
Πίσω από τον καθρέφτη που κοιτώ, υπάρχει βεβαιότατα ένα άλλο εγώ.
Και αυτό που κρατάς στα χέρια σου και γιορτάζεις με πάθος;
Και αυτό ακόμα ίσως δεν είναι αληθινό.
Κάποιο από τα είδωλά μου θα πρέπει να είναι το πιο πειστικό.
Κάποιο απ' όλα θα ξέρει
ποιό να διαλέξω, πως να πορευτώ.

Περί άλλων ηπείρων

Στα πλακάκια της αυλής κείτεται νεκρή μια σταγόνα και εξατμίζεται αργά.
Προορισμός της να γίνει σύννεφο βαρύ, με αστραπόβροντα και χιόνι
και να πέσει ποτιστικά στο γυμνό μου κεφάλι.
Λέω να κάτσω λοιπόν εδώ και να περιμένω τη βροχή.
Αφού κάτω από τον ουρανό δεν έχω τίποτα να διεκδικήσω άλλο,
γιατί τα είχα όλα.
Μάταια θα πρέπει υποθέτω να ευχαριστώ την τύχη
Που στην υπερπολύτιμη ζωή μου, κινήθηκα βαρετή σε ηλιόλουστα σοκάκια
Όσο γύρω μου εξατμίζονταν έγχρωμες σταγόνες καλοκαιρινής βροχής
Χωρίς αξία.
Όσο θα περιμένω καθισμένη εδώ
Κανείς δεν θα υποψιαστεί του κόσμου την κακία.
Πριν από τον υπέρλαμπρο δυτικό μου πολιτισμό
-εν αρχή- ο Θεός εποίησε την αδικία.

Για ‘σένα:
Κοίταξα τα μάτια σου και δεν βρήκα τίποτα εκεί από τον άνθρωπο που ήξερα.
Μέσα από την άνεση της σιγουριάς μου για την επόμενη μέρα
τα τζάμια των γυαλιών μου έχουν γίνει θαμπά
και με δυσκολία μπορώ να σε διακρίνω.
Τα μικρά σου πόδια μες το χώμα
αύριο θα είναι σκόνη
ή ίσως σήμερα,
τώρα.

Παρά φύσιν

Ποιο είναι το σχήμα των χειλιών σου
και ποιο το χρώμα των ματιών σου
όταν δεν κοιτώ;
Όταν δεν είσαι στο μυαλό μου
θα πρέπει να είσαι αλλιώς.
Έτσι που ανοίγουν τα χέρια σου και γέρνεις το κεφάλι γλυκά,
-το βλέπω μόνο εγώ το θαύμα τούτο;-
Με ανθούς στα μαλλιά και χαμόγελα στα χέρια
-σε βλέπω μόνον εγώ;-
Αν κλείσω τα μάτια κι αφεθώ
θα είσαι το πιο αληθινό μου είδωλο.
Πίσω από την κλειστή κουρτίνα του θεάτρου
θα μείνω, με το στόμα ανοιχτό,
κι έξω ας μαίνεται ο κόσμος και η φύση
σαν παρα φύσιν εγώ θα σ’ αγαπώ.

Ανεμομαζώματα

Μια και δεν κατάφερα τις ισορροπίες να κρατήσω
αποφάσισα εδώ και μπρος να αιωρούμαι.
Σαν μπαλόνι στους αιθέρες και σαν σύννεφο,
εν αρχή, λόγος ανεμάρπαστος, θα γίνω.

Μπορεί να αιωρείσαι κι εσύ,
μπορεί να αιωρούμαστε μαζί,
αλλά ίσως και να μείνω μόνη.
Κι αν δεν ξέρω τι να διαλέξω
θα το αφήσω κενό,
απραγές συγκοπτόμενο κάτι που μένει
και απάντηση δεν θα βρει.
Γιατί ούτε εγώ ούτε εκείνη μπορούν να ξέρουν
την ουσία των όντων και των απαντήσεων την ατσάλινη πίστη.

Σαν πνοή θα αιωρούμαι εδώ
προς αναζήτηση άλλων ειδώλων, καινών.


Στους κάθε λογής δασκάλους


Με μάγουλα φουσκωτά και μάτια μεθυσμένα
ανέβηκες στο μπαλκόνι μου να με ξυπνήσεις
με φιλιά και ιάμβους.
Στα χέρια σου κρατούσες μια φωτιά
κι εμένα μου φαινότανε σαν ψέμα.
Με κοίταξες θυμάμαι τρυφερά
και άρχισες να εξιστορείς χαμένες πόλεις
φιλόσοφους, σπουργίτια, γιασεμιά,
πεύκα, και ξεχασμένες ακροπόλεις.

Τώρα θα πίνω μόνο νέκταρ καθαρό
και θα χω μές τα χέρια μου τα αρχαία δάση 
με όλα τους τα ποτάμια,
θα τρέχει γύρω μου το γάργαρο νερό
και τα πάθη μου γυμνά μπροστά μου
θα μου χορεύουν τον χορό της φωτιάς και της μνήμης.

Το άγαλμα

Τα πουλιά σιωπούν και τα κύματα φεύγουν
κι εσύ, που πια δε μ' αγαπάς, ούτε μιλάς, ούτε ακούς.
Σαν να φωνάζω στο κενό, ηχώ από κρύσταλλο κι ατσάλι,
χτυπάει τα χέρια μου και το κεφάλι.
Επειδή όλα έγιναν από πέτρα, ατμό και πόλεμο
κι εγώ είμαι ένα άγαλμα σκυμμένο,
γι’ αυτό δεν υπάρχει πια εδώ γλυκό φιλί
ούτε έλεος, ούτε συγχώρεση για τον χρόνο που φεύγει
ούτε για μένα που στεκόμουν πάντα σιωπηλή.

Σχήμα αδύνατο

Δεν ζήτησα εγώ να μπω
στα πλούσια χωράφια σου
με τους μεστωμένους καρπούς.
Δεν ζήτησα να μ' αγαπάς
ούτε να παίζω στον αττικό σου ήλιο.
Ήθελα μόνο να σε ακολουθώ.
Μ' ένα άσπρο φόρεμα μικρό
στην άκρη της αυλής σου
να μετρώ στα δάχτυλά σου τ' αστέρια
και να 'χω τη μνήμη μου νεκρή.
Σαν σχήμα αδύνατο και παρομοίωση υπερφυσική,
που στο μυαλό μου ήμουν ευτυχής
μα στη ζωή ήσουν θύελλα.


Χριστιανική ηθική

Μισώ
τα φωτεινά λαμπάκια τους
και τις σκοτεινές καρδιές τους
την καθώς πρέπει εμφάνισή τους
και την αδίστακτη ηθική τους.
Σαν σαπουνόφουσκες που σπάζουν με φόρα
διαλύονται μπροστά μου.
Τα μετρημένα λόγια τους και τα σεμνά τους βλέμματα
πλατσουρίζουν στις λάσπες μιας ανοιξιάτικης μπόρας
μέχρι να τα παρασύρει το ρεύμα
για πάντα στον υπόνομο.